- αποτάζω
- (I)βλ. αποτάσσω.————————(II)[απο + τάζω]1. ανακαλώ, δεν εκπληρώνω κάποια υπόσχεση2. τάζω, δίνω ιερή υπόσχεση στον Θεό ή στους αγίους να κάνω κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτάζω — ΝΜ αποκτώ («χρόνια δουλεύω και μια δεκάρα δεν μπορώ να ποτάξω»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού αποτάζω, με αποβολή τού αρχ. α ] … Dictionary of Greek